- πινόφυτα
- τα, Νβοτ. άλλη, παλαιότερη ονομασία τών γυμνοσπέρμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek